-
1 κομμάτι
το 1.1) кусок;ένα κομμάτι ψωμί — кусок хлеба;
ένα κομμάτι γης — кусок земли;
καλό κομμάτι — лакомый кусок;
γυρίζει γ:ά κομμάτια — попрошайничать;
2) штука;με τό κομμάτι — а) поштучный; — поштучно; — б) сдельный; — сдельно;
δουλεύω με το κομμάτι — работать сдельно;
3) отрывок, отрезок, часть;κάνω κομμάτια прям., перен. — рвать на части;
4) муз. пьеса;5) перен, бабёнка;τάχει φτιαγμένα μ' ένα καλό κομμάτι — он закрутил любовь с одной хорошенькой бабёнкой;
§ σπίτι σε κομμάτια — сборный дом;
γίνομαι κομμάτια — а) разбиваться на куски, вдребезги; — б) расшибиться в лепёшку;
'δγινε κομμάτια γι' αυτόν — он не знал, чем ему угодить, он готов был для него расшибиться в лепёшку; — в) разрываться на части;
πόσα κομμάτια θα γίνω; — на сколько частей я могу разорваться?, я не могу разорваться на несколько частей, я не могу всё это успеть;
κομμάτια να γίνει! — а) ну и пускай!; — б) чёрт с ним!;
στα κομμάτι* να πας! — или * στα κομμάτια! — пошёл к чёрту!, уходи отсюда!; — сгинь!;
2. επίρρ. немножко, капельку;περίμενε κομμάτι! — подожди немного!
-
2 κόμματι
κόμμαstamp: neut dat sg -
3 κομμάτι
[коммати] ουσ. о. кусок, обрывок, осколок, обломок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κομμάτι
-
4 κομμάτι
[коммати] ουσ ο кусок, обрывок, осколок, обломок. -
5 κομμάτι
1) bout2) morceau -
6 κομμάτι
1) item2) sheetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κομμάτι
-
7 parça
κομμάτι, τεμάχιο, (sarapnel) θραύσμα -
8 yontuk
κομμάτι, απόσπασμα, απόκομμα -
9 кусок
кус||окм в разн. знач. τό κομμάτι / ἡ φέτα (отрезанный ножом):\кусок хлеба ἕνα κομμάτι (или μιά φέτα) ψωμί· два \кусокка дыни δυό φέτες πεπόνι· \кусок мыла Ενα κομμάτι σαπούνι· \кусок земли ἕνα κομμάτι γῆς· \кусок мяса ἕνα κομμάτι κρέας· разбить на \кусокки́ κομματιάζω· ◊ зарабатывать свой \кусок хлеба κερδίζω τόν ἐπιούσιον ἄρτον, βγάζω τό ψωμί μου· лакомый \кусок ὁ καλός μεζές, τό καλό κομμάτι· \кусок мне в горло не идет δέν μπορώ νά βάλω στό στόμα μου τίποτε. -
10 piece
[pi:s] 1. noun1) (a part of anything: a piece of cake; He examined it carefully piece by piece (= each piece separately).) κομμάτι2) (a single thing or example of something: a piece of paper; a piece of news.) κομμάτι3) (a composition in music, writing (an article, short story etc), drama, sculpture etc: He wrote a piece on social reform in the local newspaper.) κομμάτι4) (a coin of a particular value: a five-pence piece.) κέρμα5) (in chess, draughts and other games, a small shape made of wood, metal, plastic etc that is moved according to the rules of the game.) πιόνι•2. adjective(done etc in this way: He has a rather piecemeal way of working.) τμηματικός,αποσπασματικός- go all to pieces- go to pieces
- in pieces
- piece together
- to pieces -
11 отрез
-а α.1. αποκοπή, εκτομή, απότμηση. || κομμάτι (τεμάχιο) γης, κλήρος.2. κομμάτι, τεμάχιο — на пальто κομμάτι υφάσματος για πανωφόρι.3. κοπή, κοψιά, εγκοπή. -
12 поштучный
επ.εκτελούμενος με το κομμάτι•-ая оплата πληρωμή με το κομμάτι•
-ая продажа, πώληση με το κομμάτι.
-
13 сдельный
επ.με το κομμάτι•-ая работа δουλειά με το κομμάτι•
сдельный заработок πληρωμή με το κομμάτι.
-
14 штука
-и θ.1. κομμάτι, τεμάχιο• ένα από τα πολλά όμοια πράγματα• πράγμα, αντικείμενο•пять штук сахара πέντε κομμάτια ζάχαρη•
штука полотна ένα κομμάτι ύφασμα•
работать от -и δουλεύω με το κομμάτι•
сорок штук рогатого скота σαράντα κερασφόρα ζώα•
двадцать штук арбузов είκοσι κομμάτια καρπούζια.
2. τέχνασμα, κόλπο, μηχανή• τερτίπι. || πονηριά, πανουργία• διαβολιά. || φαινόμενο• υπόθεση-περιστατικό. || άνθρωπος πονηρός.3. τόπι υφάσματος άθικτο (αναρχίνηγο).εκφρ.не -а – δεν είναι κανένα πράγμα δύσκολο•вот так -! – νά σου πράγμα! -
15 отрывок
1. (часть чего-л. целого) το κομμάτι, το τμήμα, το μέρος, το τεμάχιο, το απόκομμα 2. (часть произведения, статьи и т.п.) το απόσπασμα, το κομμάτι, το χωρίο, η περικοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрывок
-
16 клочок
-
17 кусок
-
18 ломтик
ломтик м το κομμάτι, η φέτα* \ломтик лимона μια φέτα λεμόνι* * *мτο κομμάτι, η φέταло́мтик лимо́на — μια φέτα λεμόνι
-
19 осколок
-
20 пьеса
пьеса ж 1) το θεατρικό έργο 2) муз. το κομμάτι, το μουσικό τεμάχιο* * *ж1) το θεατρικό έργο2) муз. το κομμάτι, το μουσικό τεμάχιο
См. также в других словарях:
κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… … Dictionary of Greek
κομμάτι — το 1. τεμάχιο, μικρό τμήμα ενός όλου: Έφαγε ένα κομμάτι ψωμί κι έφυγε. 2. καθένα από τα πολλά όμοια εμπορεύματα: Τα πουλάει εκατό ευρώ το κομμάτι. 3. μουσικό τεμάχιο: Η ορχήστρα σήμερα παίζει ωραία κομμάτια. 4. φρ., «Δεν μπορώ να γίνω χίλια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόμματι — κόμμα stamp neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek